ἀντιβάδην

ἀντιβάδην
ἀντιβάδην [ᾰ], Adv.
A going against, opposite,

ἀ. ὠθεῖν Plu.2.381a

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αντιβάδην — ἀντιβάδην επίρρ. (Α) με βάδισμα εναντίον κάποιου …   Dictionary of Greek

  • βάδην — Αθλητικό αγώνισμα που προέρχεται από το κοινό βάδισμα. Διακρίνεται από το τρέξιμο στο ότι το πόδι που προβάλλει πρέπει να συναντήσει το έδαφος, προτού το άλλο πόδι αποσπαστεί από αυτό. Η διαφορά του από το συνηθισμένο περπάτημα είναι ότι το πόδι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”